- χαμπούμπ
- το, Νάκλ. (μετεωρ.)1. πολύ ισχυρός θερμός και υγρός άνεμος που πνέει κατά μήκος τών νότιων άκρων τής Σαχάρας2. περιληπτική ονομασία ορισμένων ψυχρών και υγρών ανέμων τής βόρειας Σαχάρας οι οποίοι συνοδεύουν τα κέντρα χαμηλών βαρομετρικών πιέσεων που προέρχονται από τη Μεσόγειο και μεταφέρουν τεράστιες ποσότητες σκόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.-γαλλ. habood].
Dictionary of Greek. 2013.